- κρανιομετρία
- η краниометрия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρανιομετρία — η ανθρωπολ. σύστημα ταξινόμησης τών ανθρώπινων τύπων βάσει τών μετρήσεων τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. γαλλ. craniometrie < crani(o) (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + metrie (< μσν. γαλλ. metrie < λατ. metria <… … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
Σβάλμπε, Γκούσταφ Αλμπερτ — (Schwalbe). Γερμανός ανθρωπολόγος και ανατόμος (Κβέν τλινμπουργκ 1844 Στρασβούργο 1916). Πήρε το δίπλωμά του στο Βερολίνο το 1866, διορίστηκε έκτακτος καθηγητής στη Λιψία και κατόπιν το 1879, διαδέχτηκε τον Γκέγκενμπαουρ στην έδρα της ανατομίας… … Dictionary of Greek